αλληλοσπορά

αλληλοσπορά
η
η καλλιέργεια διαφόρων φυτών στον ίδιο αγρό διαδοχικά, αλλιώς αμειψισπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο-* + σπορά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • αμειψισπορά — η η εναλλαγή διάφορων καλλιεργειών στο ίδιο χωράφι, αλληλοσπορά: Με την αμειψισπορά διατηρείται η γονιμότητα του εδάφους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”